-
1 πρόχυσις
II π. τῆς γῆς deposition of mud by water, alluvial soil, Id.2.5; π. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ib.12, cf. A.R.2.964;Ἀσσυρίης π. χθονός D.P.772
;π. ἰλυόεσσα Opp.H.1.116
.2 of sweat, ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι π. Ph.1.29.III metaph., pouring forth,τῶν παθῶν Longin.9.13
, cf. Dam.Pr.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόχυσις
См. также в других словарях:
πρόχυσις — ύσεως, ἡ, Α [προχέω] 1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.) 2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ. β. «πρόχυσις… … Dictionary of Greek